Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ της Κούλας Αδαλόγλου

ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ της Κούλας Αδαλόγλου
ΑΡΑΓΕ;
Την έφερε από την Αμερική μαζί του, όταν γύρισε στην Ελλάδα. Μολονότι άφηνε τα δικά της ενδιαφέροντα εκεί και μια δρομολογημένη κατάσταση. Και δεν ήταν τα δύο παιδιά ή η καλή δουλειά του άντρα της, ήταν η αγάπη. Έστησε στη Θεσσαλονίκη μια γκαλερί, γρήγορα πήγε πολύ καλά. Το μάτι της διέκρινε αμέσως το ιδιαίτερο, ζωγράφιζε και η ίδια.
Σαράντα χρόνια μαζί. Η αρρώστια της σαν κεραυνός. Η εξέλιξή της δύσκολη. Την έχασε. Χάθηκε ο κόσμος. Τα παιδιά τους στην Αμερική, αλλά και εδώ να ήταν...
Με τη διοίκηση του πανεπιστημίου ασχολιόταν πάντα. Μετά τον χαμό της όμως έπεσε με τα μούτρα. Έτσι σκότωνε τον χρόνο του. Όλη μέρα στο γραφείο. Τα μαθήματα, η έρευνα και, επιπλέον, η διοίκηση της σχολής. Εργασιοθεραπεία, έλεγαν οι συνάδελφοι. Απόγνωση, έλεγαν οι φίλοι.
Συχνά πήγαιναν μετά τις εκλογές μελών διδακτικού προσωπικού ή ύστερα από συνεδριάσεις σε γνωστή ταβέρνα της Μελενίκου, στέκι εδώ και χρόνια των πανεπιστημιακών. Ψαρικά συνήθως και τσιπουράκι ή κρασί χύμα. Κάποια στιγμή οι άλλοι έφευγαν. Άντε, ώρα για ξεκούραση, του έλεγαν. Πάντα δήλωνε πως θα μείνει λίγο ακόμη. Και πάντα, πριν καλά καλά φύγουν, είχε παραγγείλει ένα ποτήρι ουίσκι.
Στην αρχή τούς παραξένευε πολύ το επιπλέον ποτό, πόσο μάλλον που ήταν αταίριαστο με το προηγούμενο κλίμα. Με τον καιρό αποδέχτηκαν την παραξενιά του, αλλά ανησυχούσαν για την ποσότητα που αύξανε. Όταν ζητούσε ένα νεροπότηρο με το ποτό του, τότε κατάλαβαν πως αυτοκαταστρεφόταν. Κάθε προσπάθεια να τον μεταπείσουν στάθηκε μάταιη...
Καλπάζουσα η περίπτωση της κακοήθειας που τον βρήκε. Έφυγε σε ένα εξάμηνο. Να τη συναντήσει, με όποιον τρόπο γίνεται αυτό, όταν σταματά να υπάρχει εδώ η φθαρτή μας ύλη... Θα φέγγουν άραγε εκεί τα μάτια της; λένε πως ήταν μια από τις τελευταίες φράσεις που είπε.
ΝΑ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ
Με την κρίση γύρισαν πολλοί στο χωριό. Νέοι αλλά και μεγαλύτεροι, εργένηδες και οικογένειες, αρκεί να είχαν μια βάση, μια μαγιά, να ασχοληθούν με κάτι. Γύρισε κι αυτός. Χρόνια στην Αθήνα, δουλειές από δω κι από κει, και φυλακή είχε κάνει. Για μικροκλοπές, και μαχαιρώματα ένα βράδυ σε σκυλάδικο. Όχι φόνο, αλλά τραυματισμούς σε επίδειξη «ανδρισμού».
Στο χωριό είχε το πατρικό του, λίγα χωραφάκια, αγόρασε και μερικά ζώα, πρόβατα. Το έσιαξε το πατρικό, το πιο πολύ μόνος του, φρόντισε τα λουλούδια, φύτεψε δέντρα και κήπο. Μαζί του έφερε την Αννιώ, έτσι τη φώναζε. Κοντή και στρουμπουλή, ούτε και στην πρώτη νιότη της, σε συνοικία των Αθηνών φρόντιζε τους αδερφούς της και τη μάνα, άβγαλτη θα την έλεγες. Του σπιτιού, αυτό ήθελε, της ξηγήθηκε, άκουσε, εγώ έχω δει κι έχω τραβήξει πολλά, τώρα θέλω να ησυχάσω, σ' αγαπώ, θα 'χεις όλα τα καλά, να με κοιτάς στα μάτια μόνο θέλω. Κι επειδή σαν ποτάμι ορμούσε πάνω της κι αυτή ήταν άμαθη, μη φοβάσαι, της είπε, θα σου μάθω να ταιριάζουμε και στην αγάπη.
Ο Ηλίας έμενε από «πάνω», δηλαδή από το επάνω μέρος του δρόμου, σχεδόν απέναντί τους. Λιας ή Λιάρας για τους χωριανούς, μονόχνοτος, ποτέ δεν παντρεύτηκε. Καμιά δεν τον ήθελε, άξεστος και περίεργος. Τακτικός τρόφιμος στα μπορντέλα της περιοχής, όποτε έφερναν καμιά ξένη τον τελευταίο καιρό, το όνομα του Λιάρα μέσα στα πρώτα, και στην ιστορία με μια ανήλικη είχε ακουστεί.
Κόπηκε το νερό, δεν μπορούσε να δουλέψει, βλαστήμησε και γύρισε πολύ νωρίτερα από τα χωράφια. Την είδε να βγαίνει ξαναμμένη από του Λιάρα το σπίτι. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ανέβηκε και του είπε να έχει εξαφανιστεί ως το βράδυ και να μην ξαναφανεί στο χωριό. Όσο για την Αννιώ... Να μου ζητούσε συγγνώμη, να με κοιτούσε στα μάτια, να 'πεφτε στα γόνατα να τη συγχωρέσω. Αλλά αυτή σχεδόν χαμογελώντας, «ε, κι εγώ άνθρωπος είμαι», μου είπε, «ξέρεις εσύ», και το χειρότερο, πήγε να μου κάνει τσαλίμια, από τα ερωτικά κόλπα που εγώ της είχα μάθει, να με μεθύσει, να με ρίξει. Τι λες, κυρά μου;
Απ' τα μαλλιά την έσυρε στην κουζίνα, άρπαξε το κουζινομάχαιρο, αλλά την τελευταία στιγμή σταμάτησε, το χέρι του πάγωσε. Φύγε, της είπε, μη με ξαναπιάσει η τρέλα μου.
Μόνος και κακορίζικος, σκοτεινός, λίγο στα χωράφια και πολύ στο ταβερνείο το βράδυ, γυρίζει τύφλα. Τρεκλίζοντας μονολογεί, σχεδόν ακατάληπτα, γι' αυτήν που τον πρόδωσε και που ο ίδιος την ξέβγαλε στον έρωτα.
Γυναίκα δεν ξαναφάνηκε στο σπίτι του, ούτε στα μάτια του.
[Τα σύντομα διηγήματα ανήκουν στην –υπό διαμόρφωση– ευρύτερη ενότητα Δοκίμια Καθημερινότητας.]
Εικαστικό: ατελιέ diastixo.gr ©

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γιατί οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αποδεχτούν το διαφορετικό;

  Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν μία έμφυτη τάση να φοβούνται οτιδήποτε διαφορετικό, φοβούνται το άγνωστο, φοβούνται αυτό που δεν ξέρου...